Οικολογία, Κοινωνία και Εργασία 4
Το διακύβευμα στην περίπτωση του οικολογικού κινήματος είναι η προστασία του περιβάλλοντος, ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας, από τη μια, και από την άλλη η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ως σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης.
Το διακύβευμα στην περίπτωση του οικολογικού κινήματος είναι η προστασία του περιβάλλοντος, ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας, από τη μια, και από την άλλη η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ως σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης.
«Περιβάλλον (σύμφωνα με έναν ορισμό) είναι ο χώρος μέσα στον οποίο ζούμε, με στενή και ευρύτερη έννοια, είναι γενικότερα οι συνθήκες (φυσικές, υγιεινές, πολιτιστικές, κοινωνικές, οικονομικές) υπό τις οποίες διαβιούμε σαν άτομα και σαν ομάδες και σαν σύνολα (από την οικογένεια και την γειτονιά μέχρι το παγκόσμιο σύνολο). Η τεχνική πρόοδος, η συγκέντρωση σε αστικά κέντρα, ο ρυθμός της σύγχρονης ζωής, η ατομικιστική σκέψη και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, η σύγκρουση οικονομικών δραστηριοτήτων και ανθρωπίνων απαιτήσεων κ.α. προκάλεσαν όχι μόνο ρύπανση, αλλά γενικώτερα υποβάθμιση (σοβαρή πτώση επιπέδου) του περιβάλλοντος, με σοβαρές επιπτώσεις, στην σωματική και ψυχική υγεία των ατόμων, στην πολιτιστική στάθμη τους κ.α. Σήμερα λαμβάνονται μέτρα από τα κράτη και άλλους φορείς για την προστασία και προάσπιση του περιβάλλοντος, την αποφυγή της ρυπάνσεως και την ελάττωση των δυσμενών συνεπειών της υποβαθμίσεώς του, αλλά χωρίς σοβαρά αποτελέσματα» [1]. Τόσο, λοιπόν, με τη στενή όσο και με την ευρεία έννοια της λέξης περιβάλλον μιλάμε για το χώρο μέσα στον οποίο ζουν, δουλεύουν, σπουδάσουν, ερωτεύονται, ονειροπολούν, ταξιδεύουν οι άνθρωποι αλλά ζουν επίσης και τα ζώα και τα φυτά, αναπτύσσεται ο οργανικός και ανόργανος κόσμος που με τη σειρά τους επιδρούν στους ανθρώπους και στον τρόπο ζωής και σκέψης τους, θέτοντάς τους μπροστά στα όρια των επιδράσεών τους πάνω στη φύση. Η κριτική σκέψη που συγκροτεί την οικολογία ως μέρος των κοινωνικών επιστημών σε σχέση υπέρβασης της οικολογίας ως μιας φυσικό - βιολογικής επιστήμης μπορεί να λειτουργήσει ως απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα και, μάλιστα, καθοδηγητικά ως προς αυτό το γενικότερο χειραφετητικό κίνημα [2]. Τα όρια λοιπόν ορίζουν τους ανθρώπους ως τη σχετική πραγματικότητα ενώ τη φύση ως την απόλυτη πραγματικότητα[3].
Μια πολιτική για να είναι οικολογική οφείλει να λαμβάνει υπόψη της κάποια βασικά κριτήρια επιλογής στόχων. Κριτήρια για την πολιτική επιλογή των στόχων που πρέπει να προκρίνονται θεωρούνται τα επόμενα. Πρώτον, η αναλογικότητα και η αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης& γίνεται δηλαδή με τρόπο τέτοιο ώστε να μην υπερβαίνει η ζημία το κέρδος που ενδεχομένως θα προκύψει από την παρέμβαση αυτή για το γενικό συμφέρον, και αν ξεκινήσει τελεί σε σχέση αναγκαιότητας με τον επιδιωκόμενο στόχο της οικονομικής ανάπτυξης; Σημαντικό είναι επίσης το κριτήριο της πρόνοιας για την μελλοντική αποφυγή επιδεινώσεων της κατάστασης στην περιβαλλοντική ισορροπία, επιλογή δηλαδή τέτοιας κατεύθυνσης που να οδηγεί σε άριστες ποιοτικά κατασκευές [4]. Το κριτήριο της μη ουσιαστικής υποβάθμισης των περιβαλλοντικών στοιχείων είναι κριτήριο που συνδέεται άμεσα με το προηγούμενο. Τελευταία, αλλά σημαντική είναι αρχή του συνδυασμού των οικονομικών και των οικολογικών σχεδίων, κριτήριο που ουσιαστικά είναι αυτό που διαπερνά όλα τα παραπάνω κριτήρια. Για την υλοποίηση της τελευταίας αρχής - κριτηρίου σημαντικός είναι ο ρόλος δυο ειδών αμφισβητήσεων: αμφισβήτηση των ποσοτικών κριτηρίων ως καταλλήλων για την αξιολόγηση της προόδου και η πρόταξη των ποιοτικών κριτηρίων και η, συνεπαγόμενη από την πρώτη, αμφισβήτηση της παντοδυναμίας των οικονομίστικων - παραγωγίστικων δογμάτων και μοντέλων, σύμφωνα με τα οποία η μεγαλύτερη κατανάλωση συνεπάγεται μεγαλύτερη ικανοποίηση αναγκών, αύξηση της παραγωγικότητας συνεπάγεται αύξηση της κατανάλωσης. Η αμφισβήτηση μπορεί να αναδείξει και να επιβάλει την εισαγωγή των περιβαλλοντικών κριτηρίων στον επίσημο υπολογισμό του κόστους της παραγωγής, δηλαδή λήψη μέτρων για την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων [5][6]. Ο αντικειμενικός στόχος της βελτίωσης του περιβάλλοντος εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα στο βαθμό που προσδιορίζεται κάθε φορά με βάση την πλευρά των ιδιαίτερων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων και το στάδιο ανάπτυξης της κάθε κοινωνίας ξεχωριστά αλλά και σε διακρατική - διασυνοριακή βάση 34
[1] Βλ. Χολέβας Ι.Κ. κ.α. (επιμ.), (1980) Εγκυκλοπαιδικό λεξικό πεντάγλωσσο, Αθήνα, Εκδόσεις Θ. Τυροβόλα «Interbooks» σ. 703 - 4.
[2] Βλ. Σάμουελ Π., (1990), ο.ε.π.), Οικολογικό Μανιφέστο, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις «Κομμούνα» / Οικολογική Σκέψη 1 και Μπράουν Λ.-Φλάβιν Κ.- Πόστελ Λ., (1991), Οικολογική κρίση και βιώσιμη κοινωνία, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις «Κομμούνα» / Οικολογική Σκέψη 4 . ιδίως το δεύτερο κείμενο με τίτλο «Σκιαγραφώντας μια αυτοσυντηρούμενη κοινωνία», σ. 67-118, όπου οι συγγραφείς περιγράφουν δυο διαφορετικά σενάρια με σημείο εκκίνησης το 2030 : ένα κατά το οποίο οι νυν κυρίαρχες τάξεις ενσωματώνουν οικολογικές αρχές για να επιβιώσουν ως κυρίαρχες τάξεις και ένα με βάση το οποίο η πορεία προς μια αυτοσυντηρούμενη κοινωνία θα ξεκινήσει αναγκαστικά λόγω των πιεστικών προβλημάτων ζωής ή θανάτου για την πλειονότητα της ανθρωπότητας και του πλανήτη. Πρόκειται για ένα σχήμα ντετερμινιστικό αλλά που θέτει με απολυτότητα τους κινδύνους που διατρέχουν στο άμεσο μέλλον η κοινωνία και η φύση, προτρέποντας στην ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων.
[3] Βλ. Μπαλτάς Α., (1983), «Για το οικολογικό κίνημα : Επιστήμη και διεπιστημονικότητα», περιοδικό Πολίτης, τεύχος 63, σ. 30 - 46. Για το ζήτημα της σχέσης των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών στην περίπτωση της οικολογίας και την οπτική της διεπιστημονικότητας, εκτός από το κείμενο του Μπαλτά Α. βλ. και Λουλούδης Λ., (1990), «Άνθρωπος και φύση» στο Καραμπελιάς Γ. (επιμ.), Η οικολογικοποίηση της σκέψης, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις «Κομμούνα», Σειρά Οικολογική σκέψη 2, σ.σ. 111 - 41.
[4] Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα διαμάχης για τον τρόπο κατασκευής έργου είναι η περίπτωση της προτεινόμενης νέας περιφερειακής λεωφόρου Υμηττού. Καταγγέλθηκε από ομάδες οικολογικές και περιβαλλοντικές, από τοπικό και αθηναϊκό τύπο αλλά και επισημάνθηκε από ομάδες μελετών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου ότι η εκκίνηση των εργασιών έγινε δίχως να προηγηθεί η έγκριση κατάλληλης περιβαλλοντικής μελέτης για τις μελλοντικές επιπτώσεις του έργου. Περισσότερα για τη διαμάχη βλ. συνέντευξη Π. Τότσικα από την πλευρά της «Πρωτοβουλίας Πολιτών για την Προστασία του Υμηττού» στο παράρτημα, την εφημερίδα «Τοπική Επι-κοινωνία» (τεύχη Σεπ. - Οκτ. 1996 και Μαρ. - Απρ. 1997).
[5] Βλ. Σιούτη Γ., (1995α), «Βιώσιμη Ανάπτυξη και Προστασία του Περιβάλλοντος» στο Σκούρτος Μ.Σ. & Σοφούλης Κ.Μ. (επιμ.), Η Περιβαλλοντική Πολιτική στην Ελλάδα : Ανάλυση του Περιβαλλοντικού Προβλήματος από τη Σκοπιά των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα, Εκδόσεις Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός, σ. 73 - 86
[6] Βλ. Γρηγορίου Π., (1995), «Η Διασυνοριακή Ρύπανση στη Διεθνή Έννομη Τάξη» στο Σκούρτος Μ.Σ. & Σοφούλης Κ.Μ. (επιμ.), Η Περιβαλλοντική Πολιτική στην Ελλάδα: Ανάλυση του Περιβαλλοντικού Προβλήματος από τη Σκοπιά των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα, Εκδόσεις Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός, σ. 87 - 114.
~~~~~~~~~
https://tsakthan.blogspot.com/2018/08/tsakthan-weekly-1982018-4.html
Θανάσης Τσακίρης
https://tsakthan.blogspot.com/2018/08/tsakthan-weekly-1982018-4.html